μικροπανίδα

μικροπανίδα
η
βιολ. το σύνολο τών μικρών, συχνά μικροσκοπικών, ζώων και ειδικά εκείνων που ζουν στο έδαφος, σε ένα εσωτερικό όργανο ή σε άλλο καθορισμένο περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microfauna].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • βρομελιίδες — (bromeliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, ιθαγενής σχεδόν αποκλειστικά της τροπικής και της υποτροπικής Αμερικής, που περιλαμβάνει φυτά του τύπου των ξηρόφυτων και επίφυτων. Είναι ποώδη ή σπανιότερα δενδρώδη φυτά με κοντό κορμό. Τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”